- ὑποδυτήριον
- ὑποδῠτ-ήριον, τό, ([etym.] ὑποδύω) in pl.,A coves, places for ships to run into, Str.14.5.6 (v.l. ὑποδεκτηρίων).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδυτήριον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ ὑποδυτήρια (σχετικά με πλοία) όρμοι, αραξοβόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδύω, ομαι + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek
ὑποδυτηρίων — ὑποδυτήριον coves neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)